αέθλιος

αέθλιος
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων.
2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη ή τη Χρομία, ή τη νύμφη Σηίδη. Πατέρας του μουσικού Θαμύριδα.
II
Ιστορικός συγγραφέας από τη Σάμο, που τον αναφέρει ο Αθήναιος. Κείμενα έργων του δεν έχουν διασωθεί. Μερικά αποσπάσματα διασώθηκαν σε κείμενα τρίτων.
* * *
ἀέθλιος, -ον και -ία, -ιον (Α) [ἄεθλος]
1. αυτός που κερδίζει το βραβείο, ο νικητής
2. όποιος αγωνίζεται για την κατάκτηση βραβείου, ο αθλητής
3. (για άλογα) ο κατάλληλος για ιπποδρομίες
4. φρ. «ἄθλιον μῆλον», το μήλο τής έριδος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀέθλιον α) έπαθλο, βραβείο
β) άθλημα, αγώνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀέθλιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέθλιος — ἄθλιος winning the prize masc nom sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/fem nom sg (epic ionic) ἀέθλιος gaining the prize masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭФЛИЙ —    • Άέθλιος,          см. Endymion, Эндимион …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀεθλίου — Ἀέθλιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀεθλίων — Ἀέθλιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀέθλιον — Ἀέθλιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • ἀεθλίων — ἄθλιος winning the prize fem gen pl (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/neut gen pl (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/fem/neut gen pl (epic ionic) ἀέθλιος gaining the prize fem gen pl ἀέθλιος gaining the prize masc/neut gen pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέθλιον — ἄθλιος winning the prize masc acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/fem acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἀέθλιος gaining the prize… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aethlius — (Greek: polytonic|Ἀέθλιος) was, in Greek mythology, the first king of Elis, [Pausanias, v. 1. § 2] father of Endymion. [Citation last = Schmitz first = Leonhard author link = contribution = Aethlius (1) editor last = Smith editor first = William… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”